- κωπώ
- (I)κωπώ, -οῡς, ἡ (Α)στολισμένη ράβδος που χρησιμοποιούσαν κατά τα Δαφνηφόρια στη Βοιωτία.[ΕΤΥΜΟΛ. < κώπη + επίθημα -ώ, -ούς, χαρακτηριστικό γυναικείων ονομάτων (πρβλ. κοσμ-ώ). Η σύνδεση τής λ. με το κήπος δεν φαίνεται πιθανή].————————(II)κωπῶ, -έω και -άω (Α) [κώπη]1. εξοπλίζω σκάφος με κουπιά2. εφοδιάζω με λαβές3. βάζω το χέρι στο ξίφος, σύρω το ξίφος.
Dictionary of Greek. 2013.