κωπώ

κωπώ
(I)
κωπώ, -οῡς, ἡ (Α)
στολισμένη ράβδος που χρησιμοποιούσαν κατά τα Δαφνηφόρια στη Βοιωτία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κώπη + επίθημα -ώ, -ούς, χαρακτηριστικό γυναικείων ονομάτων (πρβλ. κοσμ-ώ). Η σύνδεση τής λ. με το κήπος δεν φαίνεται πιθανή].
————————
(II)
κωπῶ, -έω και -άω (Α) [κώπη]
1. εξοπλίζω σκάφος με κουπιά
2. εφοδιάζω με λαβές
3. βάζω το χέρι στο ξίφος, σύρω το ξίφος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • κώπη — η (AM κώπη) το κουπί αρχ. 1. λαβή εργαλείου ή άλλου αντικειμένου, χερούλι 2. παροιμ. «παραπέμπειν ἐφ ἔνδεκα κώπαις» συνοδεύω με όλες τις τιμές. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. συνδέεται πιθ. με το κάπτω* και με λατ. capulus «κουπί». ΠΑΡ. κωπεών, κωπητήρ αρχ.… …   Dictionary of Greek

  • Daphnephoria — Daphnephoria, a festival held every ninth year at Thebes in Boeotia in honour of Apollo Ismenius or Galaxius. It consisted of a procession in which the chief figure was a boy of good family and noble appearance, whose father and mother must be… …   Wikipedia

  • НАВИГАЦИЯ —    • Navigatio,          ναυτιλία. Мореплавание достигло у греков, которые самой природой были направлены на морскую стихию, уже рано известной степени совершенства. Гомеровский корабль (ср. Autenricht, hom. Wörterbuch и Fridrichs, hom. Realien,… …   Реальный словарь классических древностей

  • ακώπητος — ἀκώπητος, ον (Α) [κωπῶ] 1. αυτός που δεν έχει κουπιά 2. ο απροετοίμαστος 3. ο άοπλος …   Dictionary of Greek

  • λαμνοκοπώ — και λαμνοκωπώ κωπηλατώ, λάμνω. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. λαμνοκοπῶ < λαμνοκόπος και ο τ. λαμνοκωπῶ είναι επαναληπτικό σύνθετο < λάμνω «κωπηλατώ» + κωπῶ (< κώπη)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”